- μεγαλουσιάνος
- οθηλ. -α αυτός που ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη ή παρουσιάζεται ως τέτοιος: Τώρα πια κάνει παρέα μόνο με μεγαλουσιάνους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεγαλουσιάνος — ο, θηλ. μεγαλουσιάνα (Μ μεγαλοσιάνος) άτομο που κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινωνία ή στην πολιτεία νεοελλ. αυτός που επιδεικνύεται για την ανώτερη θέση του στην κοινωνία ή στην πολιτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. ουσιάνος κατά το πρωτευ… … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
μεγαλοσιάνος — μεγαλοσιάνος, ὁ (Μ) βλ. μεγαλουσιάνος … Dictionary of Greek